- ἱερουργίας
- ἱερουργίᾱς , ἱερουργίαreligious servicefem acc plἱερουργίᾱς , ἱερουργίαreligious servicefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MYSTERIA Romana — Ciceroni in Ep. ad Atticum ter memorata, in sui explanatione dudum occupatos tenuêre summos Viros. In ult. l. 5. Quum scies, Romae intercalatum sit nec ne, velim ad me scribascertum, quô die Mysteria futura sint. Sic Ep. 1. l. 6. Faciesque me,… … Hofmann J. Lexicon universale
ευσταλής — ές (ΑΜ εὐσταλής, ές) με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία μσν. αρχ. ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος 2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.) 3. πρόσφορος, κατάλληλος 4. ευμεταχείριστος 5. άνετος,… … Dictionary of Greek
ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ … Dictionary of Greek
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
παρασυναγωγή — ή, ΝΜΑ [παρασυνάγω] νεοελλ. παράνομη ή μυστική συνάθροιση νεοελλ. μσν. εκκλ. α) παράνομη ή μυστική συνάθροιση για τέλεση ιερουργίας αντίθετα με τις διατάξεις τής Εκκλησίας και παρά τη γνώμη τού επισκόπου β) συνέλευση, σύνοδος σχισματικών ή… … Dictionary of Greek
σφάγιος — ία, ον, Α [σφαγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγή 2. φονικός 3. (κατ επέκτ.) ολέθριος, θανατηφόρος («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαγία (κατά τον Ησύχ.) «σφαγία ἡ τῆς ιερουργίας ἡμέρα» 5. το … Dictionary of Greek
Αβέστα — Ιερό βιβλίο του ζωροαστρισμού. Η λέξη φαίνεται να σημαίνει «βασικό» ή «θεμελιώδες κείμενο» (αρχαία ιρανικά apastak), σε αντίθεση προς τη Ζεντ,ερμηνεία ή συλλογή διαφόρων παραδόσεων. Η Α. ανάγεται στην εποχή της δυναστείας των Αχαιμενιδών (6ος 5ος … Dictionary of Greek